Ελαιόλαδο και Υγεία
Ελαιόλαδο & Σύγχρονη Ιατρική
Ο φυσικός «χυμός» του ελαιολάδου, με την ιδανική χημική του σύσταση και χωρίς εκχυλίσματα και βελτιωτικά, χάρισε για αιώνες την υγεία και τη μακροζωία στους λαούς της Μεσογείου, οι οποίοι και τον χρησιμοποίησαν ως βασική λιπαρή ουσία στην καθημερινή τους διατροφή. Η τροφική, θρεπτική και βιολογική για τον ανθρώπινο οργανισμό αξία του είναι ιδιαιτέρως σημαντική, γι’ αυτό το ελαιόλαδο συγκαταλέγεται στη λίστα των 10 ωφελιμότερων ειδών διατροφής.
Στις συστατικές ουσίες του ελαιολάδου που αναφέρονται παρακάτω θα πρέπει να προστεθούν 600 επιπλέον αντιοξειδωτικές ουσίες, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν μελετηθεί πλήρως.
Κύριες συστατικές ουσίες του ελαιολάδου:
- Βιταμίνη Ε (3-30mg)
- Προβιταμίνη Α (καροτίνη)
- Μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ελαικό ) 56-83%
- Πολυακόρεστα μη λιπαρά οξέα (λινολικό) 3.5-20%
- Πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (λινολενικό) 0-1.5%
- Κεκορεσμένα λιπαρά οξέα 8-23.5%
- Λιπίδια 99% (990 cals /100 g )
Το ελαιόλαδο, όπως και όλα τα άλλα έλαια, περιέχει λιπαρά οξέα, τα οποία διακρίνονται σε τρία είδη: κεκορεσμένα, μονοακόρεστα και πολυακόρεστα. Τα ζωικά λίπη περιέχουν κυρίως κεκορεσμένα λιπαρά οξέα, τα σπορέλαια πολυακόρεστα κυρίως λιπαρά οξέα, ενώ το ελαιόλαδο διαφοροποιείται, γιατί περιέχει κυρίως μονοακόρεστα λιπαρά οξέα σε ποσοστό μέχρι και 83%. Το ελαικό οξύ, βασικό συστατικό του ελαιολάδου, αποτελεί ένα τέτοιο μονοακόρεστο λιπαρό οξύ. Τα υπόλοιπα λιπαρά οξέα του ελαιολάδου είναι ελάχιστα κεκορεσμένα και κάποια πολύ βασικά πολυακόρεστα, όπως το λινολικό οξύ και το λινολενικό. Η συνύπαρξη του ελαικού οξέος με το λινολικό και το λινολενικό δίνει στο ελαιόλαδο τη μοναδική βιολογική αξία του.
Ελαιόλαδο & Φυσικά Αντιοξειδωτικά
Εκτός των λιπαρών ουσιών, το ελαιόλαδο περιέχει μικρές ποσότητες άλλων στοιχείων, στα οποία και οφείλονται οι ευεργετικές του ιδιότητες. Αυτά τα στοιχεία είναι βιταμίνες και προβιταμίνες (Α και Ε), μέταλλα, όπως το σελήνιο, και μια ολόκληρη, ετερογενής τάξη (πολύ)-φαινολικών, κυρίως ουσιών, που ονομάζονται αντιοξειδωτικά. Όπως, εξάλλου, υποδηλώνει και το όνομά τους, οι αντιοξειδωτικές αυτές ουσίες προστατεύουν τα κύτταρα από το οξειδωτικό στρες, το ενεργό οξυγόνο και τις ελεύθερες ρίζες. Οι τελευταίες είναι ουσίες που έχουν ενοχοποιηθεί για τη βλάβη των πυρηνικών οξέων και πρωτεϊνών, και θεωρούνται ως οι πρωταρχικοί βλαπτικοί παράγοντες διαφόρων χρόνιων νόσων, όπως ο καρκίνος. Η παρούσα ανασκόπηση συζητεί το ρόλο αυτών των μικροστοιχείων του ελαιολάδου, ως προστατευτικών παραγόντων έναντι χρόνιων νοσολογικών καταστάσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στον καρκίνο.
Ελαιόλαδο & Γήρας
Η γήρανση είναι μια προοδευτική διαδικασία, η οποία συνοδεύεται από σειρά βιολογικών αλλαγών που μοιραία οδηγούν στο θάνατο.
Έρευνες της περασμένης δεκαετίας σε άτομα προχωρημένης ηλικίας, απέδειξαν ότι εκείνα που κατανάλωναν ελαιόλαδο, προστατεύονταν από τις αλλοιώσεις που σημειώνονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στον εγκέφαλο, με την πάροδο του χρόνου, χάρη στις αντιοξειδωτικές του ουσίες.
Ελαιόλαδο & Πεπτικό Σύστημα
Το ελαιόλαδο είναι η περισσότερο ανεκτή λιπαρή ουσία για το στομάχι του ανθρώπου, σε σύγκριση πάντα με τις άλλες λιπαρές ουσίες. Παρουσιάζει τον καλύτερο δείκτη πεπτικότητας και απορροφητικότητας από τα εντερικά τοιχώματα. Έτσι βοηθάει στη μείωση των γαστρικών υγρών, εξομαλύνοντας το αίσθημα της δυσπεψίας. Επιπλέον δημιουργεί το αίσθημα του κορεσμού και ευνοεί την πέψη των θρεπτικών συστατικών της τροφής.
Η παροχή του σε ελκοπαθείς, οι οποίοι σιτίστηκαν με τροφές που παρασκευάσθηκαν αποκλειστικά με ελαιόλαδο, είχε ως αποτέλεσμα να περιορισθεί η έκταση του έλκους, ιδιαίτερα του δωδεκαδάκτυλου (πολλά έως και επουλώθηκαν), ενώ περιορίσθηκαν σημαντικά οι πόνοι.
Κλινικές έρευνες απέδειξαν ότι το ελαιόλαδο έχει μεγάλη απορροφητικότητα από το βλεννογόνο του εντέρου με αποτέλεσμα να καταπραΰνει πολλά εντερικά σύνδρομα και να υποβοηθάει στη σωστή λειτουργία του παχέος εντέρου, ενώ παράλληλα μειώνει αισθητά ή και εξαλείφει τα συμπτώματα της δυσκοιλιότητας. Μία ή δύο κουταλιές ωμό ελαιόλαδο νωρίς το πρωί είναι ιδανικό για άτομα που πάσχουν από χρόνια δυσκοιλιότητα, ή όταν αυτή εμφανίζεται περιστασιακά σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης, νηστείας και δίαιτας με μεγάλο ποσοστό λήψεως πρωτεϊνών.
Ελαιόλαδο & Χολή
Το 1932, ο Μ.Chirary δημοσίευσε την πληροφορία ότι πρώτος ο γιατρός Touarte το 1887 συνέστησε επισήμως το ελαιόλαδο ως θεραπευτικό κατά της χολολιθίασης αλλά και των ηπατικών κολικών. Κατά τον Chirary το ελαιόλαδο δεν είναι ικανό να εξαφανίσει ή να διαλύσει τους λίθους, ενεργεί ωστόσο υποβοηθητικά στη διαδικασία έκκρισης της χολής. Γι’ αυτό συνιστά στους ασθενείς που πάσχουν από χολή, δυσπεψία και στομαχικούς πόνους να λαμβάνουν για 10 ημέρες το μήνα 1-2 κουταλιές αγνού παρθένου ελαιόλαδου αρωματισμένου με μερικές σταγόνες λεμονιού κάθε πρωί.
Το ελαιόλαδο προστατεύει το ανθρώπινο δέρμα από την ηλιακή ακτινοβολία και τα εγκαύματα που αυτή μπορεί να του προκαλέσει.
Αυτή του η ιδιότητα οφείλεται στη δράση της βιταμίνης Ε και της προβιταμίνης Α καθώς και στις πολυακόρεστες λιπαρές ουσίες του. Επιπλέον προστατεύει και αναστέλλει την εξέλιξη ιδιαίτερα των παιδικών εκζεμάτων και ανακουφίζει από τα τσιμπήματα των εντόμων.
Το 1988 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας, σύμφωνα με την οποία η χλωροφύλλη που ως ουσία συναντάται αποκλειστικά στο ελαιόλαδο προάγει το μεταβολισμό, διεγείρει την αύξηση των κυττάρων και συμβάλλει στην αιμοποίηση, με αποτέλεσμα να επιταχύνεται η διαδικασία επούλωσης των τραυμάτων.
Ελαιόλαδο & Ανάπτυξη Σκελετού
Ο Laval-Jeantet και οι συνεργάτες του ανακοίνωσαν το 1980 μια ενδιαφέρουσα μελέτη σχετικά με το ρόλο των λιπιδίων στην ανάπτυξη του οστικού συστήματος του ανθρώπινου οργανισμού, τα οποία εμπλουτίζουν τα οστά με μεταλλικά στοιχεία.
Στην έρευνα αυτή, δόθηκαν σε πρόσφατα απογαλακτισθέντα ποντίκια τροφές των οποίων τα λιπίδια διέφεραν από την άποψη της ποσότητας και της σύνθεσης των λιπαρών οξέων. Τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι τα λιπαρά είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του σκελετού και πως η καλύτερη ανάπτυξη και προσθήκη μεταλλικών στοιχείων παρατηρείται στην περίπτωση πρόσληψης ελαικών γλυκεριδίων, τα οποία συμπληρώνονται από μια ελάχιστη ποσότητα πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, που κατά κύριο λόγο υπάρχουν στο ελαιόλαδο.
Οι ίδιοι ερευνητές διαπίστωσαν ανατομικές διαφορές ως προς το μέγεθος, το πάχος και την υφή των οστών σε ανθρώπους που κατανάλωναν ελαιόλαδο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ελαικό οξύ παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη του οστέινου ιστού, πράγμα που επιβεβαίωσαν και νεότερες μελέτες.
Ελαιόλαδο – Χοληστερίνη & Καρδιακές παθήσεις
Κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας είδαν το φως της δημοσιότητας δεκάδες επιδημιολογικές μελέτες (Seven Countries Study), οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το ελαιόλαδο προστατεύει από τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Το μοντέλο διατροφής των κατοίκων της Μεσογείου και ιδιαίτερα των Κρητικών περιλαμβάνει άφθονους υδατάνθρακες, αυξημένες ποσότητες φρούτων και λαχανικών, μικρές ή μέτριες ποσότητες κρέατος και γαλακτομικών προϊόντων, αρκετά όσπρια, μέτριες ποσότητες ψαριών και πολύ φυτικό λάδι, το οποίο κατά αποκλειστικότητα είναι ελαιόλαδο. Κάποιοι ερευνητές πρόσθεσαν και το κόκκινο κρασί, ενώ δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που υποστήριξαν ότι σημαντικό ρόλο παίζει το ίδιο περιβάλλον της Μεσογείου καθώς και οι πολιτισμικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις που χαρακτηρίζουν τους λαούς της.
Όλα τα δεδομένα συνέκλιναν πάντως στο γεγονός ότι το γενεσιουργό αίτιο των καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι όχι τόσο η συνολική ποσότητα των λιπαρών ουσιών που λαμβάνει ένα άτομο μέσω της διατροφής του, όσο η επιλογή αυτών. Κατά συνέπεια, η σωστή αναλογία κεκορεσμένων λιπαρών οξέων και μονοακόρεστων είναι αυτή που προφυλάσσει από τα καρδιακά νοσήματα.
Σε αυτή ακριβώς τη διαπίστωση κατέληξαν οι μελέτες και οι έρευνες που άρχισαν να επανεξετάζουν τις υγιεινές ιδιότητες των μονοακόρεστων λιπιδίων γενικά και ειδικότερα του ελαιολάδου.
Η αναζωπύρωση του επιστημονικού ενδιαφέροντος για το ελαιόλαδο πυροδοτήθηκε από τη συνειδητοποίηση ότι οι υψηλές συγκεντρώσεις της «καλής» χοληστερίνης στο αίμα ( HDL ) είμαι το ίδιο σημαντικές για μια καλή καρδιαγγειακή υγεία με τις χαμηλές της «κακής» χοληστερίνης ( LDL ).
Το ελαιόλαδο, το οποίο ουσιαστικά είναι ένα από τα σημαντικότερα μονοακόρεστα λίπη, αυξάνει την «καλή» χοληστερίνη και μειώνει την «κακή», κτίζοντας ένα πολύ ισορροπημένο λιπιδικό σύστημα στο αίμα. Έτσι δρα απαγορευτικά στο σχηματισμό «πλακιδίων» λίπους στα αρτηριακά τοιχώματα, τα οποία εξελίσσονται τελικά σε θρόμβους και επιφέρουν τα εμφράγματα της στεφανιαίας ή του μυοκαρδίου. Αυτό το πλεονέκτημα του ελαιόλαδου, σε συνδυασμό με την αυξημένη περιεκτικότητά του σε φυσικές αντιοξειδωτικές ουσίες και τα άλλα του σημαντικότατα ευεργετικά στοιχεία, που του χαρίζουν ισόρροπη χημική σύσταση, το κατατάσσουν πρώτο στη λίστα των τροφών που συμβάλλουν στη χαμηλή στάθμη της χοληστερίνης στο αίμα, παρέχοντας προστασία από τις καρδιαγγειακές παθήσεις, όπως η στεφανιαία νόσος και το έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Την επίδραση των διαφορετικών λιπαρών ουσιών στον οργανισμό καθώς και το μεταβολισμό τους, ανά γεύμα, μελέτησε σε πρόσφατο πειραματισμό του ο καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αντώνης Καφάτος. Στο πρώτο πείραμα συγκρίθηκαν οι λιπαιμικές αποκρίσεις σε άνδρες από τη Νότια και Βόρεια Ευρώπη, που κατανάλωσαν τροφές με διαφορετικές λιπαρές ουσίες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα από την Κρήτη είχαν τη μεγαλύτερη και καλύτερη ικανότητα χειρισμού των λιπαρών ουσιών μετά το γεύμα, λόγω της κατανάλωσης ελαιολάδου, που δρα ανασταλτικά στο σχηματισμό θρόμβων, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο εμφάνισης εμφράγματος.
Ελαιόλαδο & παθήσεις του Ουροποιητικού Συστήματος
Το ελαιόλαδο ελαττώνει στον νεφρό την προσκόλληση των trans λιπαρών οξέων, που ενέχονται στην δημιουργία αρτηριοσκληρώσεως στα κύτταρα και ελαττώνει ορισμένα από τα ανεπιθύμητα συμπτώματα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, ενώ προστατεύει τον νεφρό από την τοξική δράση άλλων λιπών ή φαρμάκων. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο περί αρτηριοσκλήρωσης τα νεφρικά αγγεία, προστατεύονται επίσης από την δράση των οξειδωμένων LDL , και την φαγοκυττάρωσή τους από τα μακροφάγα των αρτηριών. Έτσι το ελαιόλαδο, περιορίζοντας την δημιουργία νεφρικής αρτηριοσκληρύνσεως, επιτρέπει την καλύτερη και αποδοτικότερη λειτουργία του οργάνου, επιτρέποντας την απέκκριση τοξικών ουσιών, ιδιαίτερα σε καταστάσεις ελαττωμένης νεφρικής λειτουργίας.
Επιδημιολογικά αποτελέσματα, προερχόμενα από την ερευνητική ομάδα η οποία διεξήγαγε την μελέτη των επτά χωρών, δείχνουν μειωμένη κατά 35% επίπτωση καρκίνου γενικώς, σε άτομα διατρεφόμενα κατά το πρότυπο της Μεσογειακής Δίαιτας. Ο καρκίνος του προστάτου θεωρείται ένας διατροφικά εξαρτώμενος καρκίνος, όπως και ο καρκίνος του στομάχου, του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, των ωοθηκών, του ενδομήτριου και του μαστού. Η Δυτική δίαιτα περιέχει 40% των θερμίδων υπό μορφή λιπών τα οποία, στην τυπική δίαιτα της Μεσογείου, είναι σχεδόν αποκλειστικά ελαιόλαδο. Μολονότι περιορισμένα, αρχίζουν να εμφανίζονται στην διεθνή βιβλιογραφία αναφορές σχετικές με την προστατευτική σχέση του ελαιολάδου με τον καρκίνο του προστάτη. Φαίνεται ότι δίαιτα πλούσια σε κεκορεσμένα λίπη αυξάνει την ικανότητά του να δίνει μεταστάσεις, γεγονός το οποίο αναστέλλεται από την λήψη ελαιολάδου.
Μελέτες από το τέλος της δεκαετίας του ’80 έχουν δείξει συγκεκριμένες τάσεις αναφορικά με την διαιτητική εξάρτηση του καρκίνου του προστάτη. Έτσι, μοιάζει ότι το γάλα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την εξέλιξη του καρκίνου αυτού. Το γεγονός αυτό θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην ύπαρξη μεγάλων συγκεντρώσεων κεκορεσμένων λιπών στο γάλα και τα γαλακτομικά προϊόντα, δεδομένου ότι η ερευνητική μας ομάδα απέδειξε πρόσφατα ότι πρωτεΐνες του γάλακτος, διασπώμενες, δίδουν πεπτίδια τα οποία εκλεκτικά ελαττώνουν το πολλαπλασιαστικό δυναμικό των καρκινικών κυττάρων του προστάτη, υποδηλώνοντας έτσι μία προστατευτική δράση των γαλακτομικών προϊόντων. Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι η κατανάλωση γαλακτομικών προϊόντων και κυρίως τυριού, είναι στην Κρητική Δίαιτα, αλλά και στον υπόλοιπο Ελληνικό πληθυσμό, η μεγαλύτερη παγκόσμια, μεγαλύτερη ακόμα και από αυτήν της Γαλλίας.
Παράλληλα, φαίνεται ότι δίαιτα πλούσια σε δημητριακά αποτελεί επίσης προστατευτικό παράγοντα. Τέλος, η αντιοξειδωτική δράση διαφόρων ουσιών, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο έχει το λυκοπένιο (αντιοξειδωτικό το οποίο βρίσκεται στην ντομάτα) αποτελεί κύριο προστατευτικό παράγοντα στον καρκίνο του προστάτη. Η αντικαρκινική επομένως δράση του ελαιολάδου στον προστάτη πιθανώς να οφείλεται στην πληθώρα των αντιοξειδωτικών ουσιών που περιέχει. Οι ίδιες αυτές ουσίες είναι επιπλέον υπεύθυνες και για την ενίσχυση της αντιοξειδωτικής ικανότητας του νεφρού.
Ελαιόλαδο, Παιδική Ηλικία & Ανάπτυξη Εγκεφάλου – Σκελετού
Η διατροφή είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα για τα βρέφη και τα παιδιά. Μια λανθασμένη διατροφή στην παιδική ηλικία, με θρεπτικά συστατικά σε υπερβολικές ή σε πολύ μικρές ποσότητες, μπορεί τελικά να είναι υπεύθυνη για πολυάριθμες δυσάρεστες επιπτώσεις στη μετέπειτα ζωή.
Τα λιπίδια παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη βρεφική και παιδική διατροφή, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη.
Οι απαιτήσεις σε λιπίδια είναι μεγαλύτερες στην παιδική ηλικία από ό,τι στους ενήλικες. Σύμφωνα με έναν πρόχειρο υπολογισμό, το 50% της συνολικής πρόσληψης θερμίδων για τα παιδιά που θηλάζουν γίνεται με τη μορφή λιπιδίων, με αναλογία κεκορεσμένων, μονοακόρεστων και πολυακόρεστων οξέων 4:3:1 και με μέσο όρο χοληστερίνης της τάξης των 150 mg. Επομένως, τα πολυακόρεστα αντιστοιχούν στο 8-10% αυτών των λιπιδίων. Από το ποσοστό αυτό, 5-8% ανήκει στη σειρά ω3 (οι τιμές αυτές μπορούν να διαφοροποιηθούν κατά πολύ ανάλογα με τη διατροφή της μητέρας). Όταν απογαλακτίζεται, το βρέφος εξακολουθεί να χρειάζεται σχετικά μεγάλη ποσότητα λιπιδίων, η οποία βαθμιαία μειώνεται στο 30% του συνόλου των προσλαμβανόμενων θερμίδων στην πρώτη και στη μετέπειτα παιδική ηλικία, μέχρι να προσαρμοστεί στις σχετικές απαιτήσεις των ενηλίκων.
Στη διατροφή του βρέφους θα πρέπει να τηρηθεί η αναλογία του 4:3:1 μεταξύ κεκορεσμένων, μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπών, η οποία είναι ανάλογη με εκείνη του ανθρώπινου γάλακτος, εφόσον όλα τα λιπαρά οξέα είναι απαραίτητα για την ισόρροπη ανάπτυξη του παιδιού.
Μια πειραματική μελέτη σχετικά με τα αποτελέσματα του ελαιολάδου, του ηλιέλαιου και των κεκορεσμένων λιπών, αναφέρει την εμφάνιση αλλοιώσεων στα δομικά λιπίδια του εγκεφάλου και του συκωτιού εκείνων των ζώων που τρέφονταν αποκλειστικά με ηλιέλαιο, όχι όμως κι εκείνων που τρέφονταν με ελαιόλαδο. Αυτές οι αλλοιώσεις αποδεικνύουν ότι οι αναπτυσσόμενοι ιστοί απαιτούν επαρκή ποσότητα βασικών λιπαρών οξέων, σε ισόρροπη βέβαια αναλογία.
Το ελαιόλαδο, λοιπόν, είναι εκείνο που προσφέρει αρκετά βασικά λιπαρά οξέα για την καλή ανάπτυξη των νεογνών και το σημαντικότερο, ότι η αναλογία του είναι παρόμοια με εκείνη του μητρικού γάλακτος.
Επιπλέον, σύμφωνα με νέες μελέτες, το ελαιόλαδο επιδρά ευνοϊκά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του κεντρικού νευρικού συστήματος και του εγκεφάλου των νεογνών, καθώς και στην πρόληψη της υψηλής χοληστερίνης, ιδιαίτερα σε παιδιά με βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, λόγω του μονοακόρεστου ελαικού οξέος και του λινολενικού οξέος που περιέχει.
Στην παγκόσμια μάλιστα βιβλιογραφία επισημαίνεται συχνά ότι η γλυκεριδική σύνθεση του ελαιολάδου είναι παρόμοια με εκείνη του μητρικού γάλακτος. Ταυτόχρονα αποδείχτηκε ότι οι μητέρες που θηλάζουν και οι οποίες προσλαμβάνουν ικανές ποσότητες ελαιολάδου στην καθημερινή τους διατροφή, παράγουν γάλα με άριστη περιεκτικότητα σε λιπαρά οξέα, διασφαλίζοντας έτσι τη φυσιολογική ανάπτυξη του νευρικού συστήματος των νεογνών τους.
Ελαιόλαδο & Καρκίνος
Από την μελέτη των επτά χωρών της Μεσογειακής λεκάνης και τις προεκτάσεις της, έγινε φανερό ότι άτομα τα οποία ακολουθούσαν το Μεσογειακό πρότυπο δίαιτας εμφάνιζαν 35% λιγότερους θανάτους οφειλόμενους σε καρκίνο. Παράλληλα, διαφάνηκε ότι οι θάνατοι από καρκίνο ήταν ανάλογοι της κατανάλωσης κεκορεσμένων λιπών, ενώ η αντικατάσταση των κεκορεσμένων από μονοακόρεστα λίπη (όπως το ελαιόλαδο) ελάττωνε την επίπτωση της νόσου. Πράγματι, σε αυτές τις μελέτες, το ελαιόλαδο αποτελούσε σχεδόν την αποκλειστική πηγή πρόσληψης μονοακόρεστων λιπαρών οξέων. Έτσι οι ερευνητές κατέληξαν ότι η κατανάλωση ελαιολάδου είναι αυτή η οποία συσχετίζεται στο ελαττωμένο ποσοστό θανάτου του καρκίνου.
Πειραματική καρκινογένεση του παχέος εντέρου πειραματόζωων προκαλεί πολλαπλές εστίες όγκων. Ο αριθμός και το μέγεθος των εστιών αυτών έχει συσχετισθεί με το χορηγούμενο λίπος στη δίαιτά τους. Διατροφή των πειραματόζωων με δίαιτα πλούσια σε ελαιόλαδο οδηγεί σε σημαντικά χαμηλότερο αριθμό καρκινικών εστιών στο έντερο, συγκριτικά με ζώα διατρεφόμενα με κεκορεσμένα λίπη. Επίσης, οι μεταστάσεις του καρκίνου σε απομακρυσμένα όργανα, όπως το ήπαρ, είναι λιγότερες ή ακόμα ανύπαρκτες, όταν στα ζώα χορηγείται ελαιόλαδο. Το δραστικό συστατικό του ελαιολάδου, στη μορφή αυτή του καρκίνου, είναι το ίδιο το ελαικό οξύ, το οποίο παράλληλα μπορεί να εμποδίσει τόσο την ανάπτυξη όσο και τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Έτσι, το ελαιόλαδο αποδεικνύεται ένας πολύ καλός προστατευτικός παράγοντας, τόσο για την αποφυγή δημιουργίας πειραματικού καρκίνου του εντέρου και τις μεταστάσεις του, όσο και για τον πολλαπλασιασμό των ίδιων των κυττάρων. Σημειώνεται επίσης ότι το ελαιόλαδο, ελαττώνοντας την δράση και επιτείνοντας την απομάκρυνση τοξικών ουσιών, ελαττώνει την δράση χημικών καρκινογόνων.
Οι καρκίνοι του στομάχου, του παχέος εντέρου, του παγκρέατος, του προστάτου, των ωοθηκών, του ενδομήτριου και του μαστού θεωρούνται ότι εξαρτώνται από την δίαιτα. Ήδη στη μελέτη των επτά χωρών, πληθυσμοί διατρεφόμενοι με το πρότυπο της Μεσογειακής Δίαιτας εμφανίζουν κατά 35% ελάττωση της καρκινικής νόσου. Η τυπική Δυτική δίαιτα περιέχει 40% των θερμίδων υπό μορφή λιπών. Συγκρίνοντας την δυτική με αυτήν της Ιαπωνίας ή της Κίνας (όπου η τυπική κατανάλωση λιπών κυμαίνεται μεταξύ 10 και 20% και τα λίπη είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της δυτικής δίαιτας), αποκτήσαμε τις πρώτες ενδείξεις, για την δράση των κεκορεσμένων, των μονοακόρεστων ή των πολυακόρεστων λιπών προερχομένων από ιχθυέλαια στην επίπτωση του καρκίνου. Έτσι φαίνεται ότι τα η-6 πολυακόρεστα λίπη αποτελούν επιβαρυντικό παράγοντα ορισμένων καρκίνων, όπως του παχέος εντέρου και του μαστού. Αντίθετα, τα η-3 ακόρεστα λιπαρά οξέα, όσο και τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, όπως το ελαικό οξύ, τροποποιώντας τον μεταβολισμό και την παραγωγή προσταγλαδινών οι οποίες ενέχονται στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, αποτελούν επιβραδυντικό ή και προστατευτικό παράγοντα σε αυτές τις μορφές καρκίνου.
Πληθυσμιακές μελέτες στον καρκίνο του παχέος εντέρου δείχνουν ότι ο κύριος τρόπος δράσης του ελαιολάδου και του Μεσογειακού διαιτητικού πρότυπου είναι η επίδρασή τους στον μεταβολισμό και την παραγωγή προσταγλαδινών, καθώς και η προστασία των κυττάρων από την δράση οξειδωτικών παραγόντων. Παράλληλα, μελέτες οι οποίες έχουν γίνει στην Ιταλία δείχνουν ότι υπάρχει ελάττωση του γαστρικού καρκίνου σε περιοχές στις οποίες καταναλώνονται ελαιόλαδο, φρέσκα λαχανικά και φρούτα (ιδιαίτερα εσπεριδοειδή), σκόρδο, κρεμμύδι, και μικρές ποσότητες αρωματικών φυτών, βασικών συστατικών της Μεσογειακής και της Κρητικής διατροφής. Σ’ αυτά μπορεί να οφείλεται η ελαττωμένη επίπτωση γαστρικού καρκίνου στη Νότια Ιταλία. Περαιτέρω μελέτες της ίδιας ερευνητικής ομάδας έδειξαν ότι κύριες υπεύθυνες ουσίες για την δράση αυτή είναι οι βιταμίνες C και Ε, βασικά συστατικά της Μεσογειακής δίαιτας.
Στο σημείο αυτό, αξίζει πάλι να σημειωθεί ότι, τουλάχιστον στην Κρητική δίαιτα, ακόμα και σήμερα το 70% της ημερήσιας πρόσληψης βιταμινών Ε γίνεται μέσω του ελαιολάδου. Ίσως τα περισσότερα επιδημιολογικά στοιχεία σε ανθρώπους, αναφορικά με την δράση του ελαιολάδου και του καρκίνου, έχουν συλλεχθεί για τον καρκίνο του μαστού. Σήμερα θεωρείται σχεδόν βέβαια η προστατευτική δράση του ελαιόλαδου στον καρκίνο αυτό. Έτσι, ο Μεσογειακός τύπος δίαιτας θεωρείται υπεύθυνος για την ελάττωση των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού στην Νότια Ιταλία, την Ελλάδα ή την Ισπανία. Μελέτη σε 2564 νοσοκομειακούς ασθενείς απόδειξε ότι υπήρχε μικρότερη επίπτωση καρκίνου του μαστού σε άτομα τα οποία κατανάλωναν περισσότερο ελαιόλαδο ημερησίως. Ανάλογα αποτελέσματα έχουν ανακοινωθεί για τον καρκίνο του παγκρέατος και του ενδομήτριου, με 26%ελάττωση της επίπτωσης σε άτομα που κατανάλωναν πολύ ελαιόλαδο. Το γεγονός ότι οι Έλληνες οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αυστραλία και άλλαξαν το πρότυπο διατροφής τους παρουσιάζουν υψηλότερο επίπεδο καρκίνου του μαστού, είναι ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο συνηγορεί υπέρ της αντικαρκινικής δράσης του ελαιολάδου στον μαστό.
Από όσα λοιπόν αναφέρθηκαν φαίνεται ότι δίαιτα πλούσια σε ελαιόλαδο ελαττώνει την επίπτωση του καρκίνου του στομάχου, του παχέος εντέρου, του προστάτου και κυρίως του καρκίνου του μαστού. Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι δίαιτα πλούσια σε ελαιόλαδο αυξάνει την διακριτική ικανότητα της αξονικής και κυρίως της μαγνητικής τομογραφίας, επιτρέποντας την ανίχνευση πολύ μικρών όγκων.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Δρ. Δ. Τριχόπουλου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, οι γυναίκες που καταναλώνουν ελαιόλαδο περισσότερο από μια φορά ημερησίως έχουν 25% λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρκίνο του μαστού έναντι εκείνων που καταναλώνουν σπάνια λάδι ελιάς.
Για παράδειγμα, στην περιοχή της Μεσογείου, όπου σημειώνεται μεγάλη κατανάλωση ελαιολάδου, υπάρχουν χαμηλές συχνότητες αρκετών μορφών καρκίνου, όπως του μαστού, των ωοθηκών και του ενδομήτριου.
Ελαιόλαδο & Αθλητική Δραστηριότητα
Τα λιπίδια και οι υδρογονάνθρακες είναι δύο από τις σημαντικότερες θρεπτικές ουσίες, οι οποίες παρέχουν την κύρια χημική ενέργεια που είναι απαραίτητη για κάθε σωματική δραστηριότητα.
Οι υδρογονάνθρακες είναι η κύρια πηγή ενέργειας για ένα άτομο με έντονη μυϊκή δραστηριότητα. Ωστόσο, τα αποθέματα του σώματος είναι πολύ μέτρια. Επομένως, είναι απαραίτητο να ανανεώνονται συνεχώς τα αποθέματα των λιπιδίων και κυρίως σε άτομα με έντονες δραστηριότητες, όπως οι αθλητικές.
Κατά την ανάπαυση και σε συνθήκες μέτριας σωματικής άσκησης τα λιπίδια αποτελούν το κυρίαρχο ενεργειακό υπόστρωμα. Κατά τη διάρκεια όμως έντονης αλλά σύντομης δραστηριότητας η συνεισφορά των υδρογονανθράκων μειώνεται. Αν δε η έντονη σωματική δραστηριότητα διαρκέσει πολύ, η κατανάλωση λιπιδίων αυξάνεται βαθμιαία. Επομένως, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί μια μεικτή διατροφή, σχετικά πλούσια σε λίπη, είναι σημαντική σε περιπτώσεις έντονης προπόνησης, ενδυναμώνοντας το σώμα.
Σε ό,τι αφορά δε την απόδοση ενέργειας, δεν παρατηρούνται ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα διάφορα λιπαρά οξέα, ζωικά ή φυτικά. Από την άποψη αυτή, δεν υπάρχουν επομένως ιδιαίτερες ενδείξεις ή αντενδείξεις στην επιλογή των διαιτητικών λιπιδίων για τους αθλητές. Πάντως, αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα ακόρεστα λιπαρά οξέα χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό καλύτερα από τα κεκορεσμένα. Ωστόσο, και στη διατροφή των αθλούμενων πρέπει να υπάρχει ένας περιορισμός στην πρόσληψη ζωικού λίπους, διότι η παρουσία κεκορεσμένων λιπαρών οξέων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη υψηλής χοληστερίνης, αποτελεί παράγοντα πιθανής εμφάνισης ισχαιμικής καρδιοπάθειας ακόμα και στους αθλητές. Κι αυτό παρότι η σωματική δραστηριότητα βελτιώνει τα επίπεδα των λιπιδίων, μειώνοντας τα τριγλυκερίδια του αίματος.
Ωστόσο, παρά το θετικό αποτέλεσμα της σωματικής δραστηριότητας στα επίπεδα των λιπιδίων, εξακολουθεί να είναι φρόνιμο να τηρεί κανείς μια συνετή δίαιτα, ακολουθώντας υγιεινούς διατροφικούς κανόνες. Έχοντας κατά νου όσα είναι γνωστά για την υπεροξείδωση των λιπιδίων και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις των ελεύθερων ριζών που συχνά επακολουθούν, τα ακόρεστα λιπαρά οξέα απαιτούν στενή παρακολούθηση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελικά απαιτείται μεγαλύτερη πρόσληψη πολυακόρεστων ή μονοακόρεστων οξέων. Οι επιπτώσεις της υπεροξείδωσης των λιπιδίων και των αντιδράσεων των ελεύθερων ριζών δεν πρέπει να υποτιμόνται γιατί μπορούν να προκαλέσουν ακόμα και ανοξία, βλάβη δηλ. στους σκελετικούς και καρδιακούς μυς των αθλητών.
Το πρόβλημα που προκύπτει, επομένως, για τη διατροφή του αθλητή έχει να κάνει με τον περιορισμό της ανάπτυξης των ελεύθερων ριζών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μια διατροφή πλούσια σε νωπά φρούτα και λαχανικά και σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (ελαιόλαδο).
Απαιτείται, επίσης, μεγάλη προσοχή τόσο στην ποσότητα, η οποία πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες της συγκεκριμένης δραστηριότητας, όσο και στην ποιότητα των λιπιδίων. Συγκεκριμένα, η λήψη των λιπιδίων δεν πρέπει να αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 30% του συνόλου των θερμίδων. Θα πρέπει δε να αυξάνεται βαθμιαία κατά τη διάρκεια της προπόνησης, ιδιαίτερα στην περίπτωση αθλημάτων, τα οποία διαρκούν πάνω από 30 λεπτά, επειδή η έντονη και παρατεταμένη σωματική δραστηριότητα οδηγεί σε αύξηση της κατανάλωσης του λίπους.
Σχετικά με την ποιότητα, τα ζωικά λίπη που προέρχονται από ζώα που ζουν στην ξηρά και τα οποία περιέχουν λιπαρά οξέα και χοληστερίνη, θα πρέπει να περιορίζονται, επειδή μπορεί να προκαλέσουν άνοδο της χοληστερίνης, παρότι η σωματική άσκηση ομαλοποιεί τα επίπεδα των λιπιδίων (χαμηλότερη ποσότητα τριγλυκεριδίων στο αίμα και υψηλότερη HDL).
Επομένως, πρέπει να προτιμώνται τα λίπη στα οποία κυριαρχούν τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, που δεν είναι ευαίσθητα στις διαδικασίες υπεροξείδωσης και δεν ευνοούν τη δημιουργία ελεύθερων ριζών. Αντίθετα από ό,τι ισχύει για το λινολικό και το α-λινολεικό οξύ, το ελαικό οξύ χρειάζεται ελάχιστη αντιοξειδωτική προστασία. Το λάδι, λοιπόν, της ελιάς πρέπει να προτιμάται όχι μόνο λόγω της ισορροπημένης σύνθεσής του σε λιπαρά οξέα, αλλά και λόγω των φυσικών αντιοξειδωτικών ουσιών που περιέχει και κυρίως της α-τοκοφερόλης, των πολυφαο=ινολών, των σκουαλενιών κλπ, που προστατεύουν από την υπεροξείδωση και τη δημιουργία ελεύθερων ριζών και ευνοούν το μεταβολισμό του οργανισμού.
Ελαιόλαδο & Διαβήτης
Το λάδι της ελιάς σύμφωνα με τις σύγχρονες κλινικές παρατηρήσεις παίζει ένα δυναμικό ρόλο «συντήρησης» του ζαχαρώδη διαβήτη σε χαμηλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε μη ινσουλινο-εξαρτώμενο τύπο.
Σύμφωνα με τα βιβλιογραφικά δεδομένα της περασμένης δεκαετίας χορηγήθηκε σε διαβητικούς σιτηρέσιο του οποίου η θερμιδική αξία καλυπτόταν κατά 30-45% με λάδι ελιάς (μονοακόρεστα λιπαρά οξέα). Αποτελέσματα της «δίαιτας» αυτής ήταν η μείωση των λιποπρωτεινών α και β στον ορό του αίματος, η σταθερότητα στη στάθμη της χοληστερίνης και η παράλληλα μείωση της στάθμης των τριγλυκεριδίων στον ορό του αίματος.
Πρόσφατες ανακοινώσεις (Sirtori, 1986), υποστηρίζουν ότι το ελαιόλαδο όταν λαμβάνεται ως μοναδική λιπαρή ουσία ιδιαίτερα από άτομα με διαβήτη δρα ευνοϊκά στην αργή εκκένωση του περιεχομένου του στομάχου στο δωδεκαδάκτυλο. Με τον τρόπο αυτό η πέψη των υδατανθράκων πραγματοποιείται με βραδύ ρυθμό, χωρίς να οδηγεί σε απότομη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα.
Η σταθερότητα των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα και η μη ενεργοποίηση του μηχανισμού της νεογλυκογένεσης στο συκώτι, καθιστούν το ελαιόλαδο ένα ήπιο, γευστικό και συνάμα ουσιαστικό «φάρμακο», που μπορεί να ανακουφίσει τα διαβητικά άτομα (χωρίς φυσικά να αναστέλλεται ποτέ η φαρμακευτική αγωγή).